τρυφηλῆς

τρυφηλῆς
τρυφηλός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξυβρίζω — και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω) χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. ατιμάζω, ντροπιάζω αρχ. 1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κανωβισμός — κανωβισμός, ὁ (Α) ακόλαστη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κάνωβος, αρχ. πόλη τής Αιγύπτου, λόγω τής τρυφηλής ζωής τών κατοίκων της] …   Dictionary of Greek

  • Λούκουλλος, Λεύκιος Λικίνιος — (Lucius Licinius Lucullus, 117 – 58/56 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, διάσημος για την πολυτελή ζωή του. Καταγόταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Αρχικά εργαζόταν στην υπηρεσία του Σύλλα στην Ασία, όπου και παρέμεινε στη… …   Dictionary of Greek

  • Ορτήνσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας. 1. Λεύκιος Ο. Πραίτορας. Στον πόλεμο εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, διορίστηκε αρχηγός του πολεμικού στόλου. Λεηλάτησε και κατέστρεψε πολλές πόλεις της Θράκης και έδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα προς τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”